- κορακικώς
- κορακικῶς (Μ)επίρρ. σαν τους κόρακες.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κορακικός (< κόραξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek